- στρατιωτικήν
- στρατιωτικόςoffem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίκειμαι — ΝΑ [κείμαι] είμαι τοποθετημένος γύρω από κάτι, περιβάλλω κάτι από παντού, βρίσκομαι γύρω από κάτι αρχ. 1. φέρω κάτι γύρω στο σώμα μου, ντύνομαι, φορώ 2. μτφ. ενυπάρχω σε κάτι, έχω προσαφθεί σε κάτι 3. (η μτχ. εν. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ… … Dictionary of Greek
σύνταξη — Περιοδική παροχή σε χρήμα, για την εξασφάλιση των μέσων διαβίωσης, εκ μέρους του κράτους και άλλων οργανισμών, στα πρόσωπα που έχουν αποχτήσει το σχετικό δικαίωμα κατ’ αναφορά προς προηγούμενη σχέση παροχής υπηρεσιών. Στην αρχή η σ. πήγαζε… … Dictionary of Greek